ἐπικῆς

ἐπικῆς
ἐπικός
epic
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Κλειώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • άσπετος — ἄσπετος, ον (Α) 1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος 2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά σπ ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) *sekw , αποτελεί ρηματικό επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • αμφιέλισσα — ἀμφιέλισσα (ενν. ναῡς) (Α) (επίθετο τής επικής διαλέκτου) 1. (πλοίο) κυρτό και από τις δύο πλευρές 2. ευκίνητο, γοργοτάξιδο (καράβι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμφι ελίκ ya < *ἀμφι έλιξ (πρβλ. τετρα έλιξ)] …   Dictionary of Greek

  • γάνυμαι — (Α) λάμπω από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη τής επικής μτχ. γαίων (πρβλ. γαίω) πιστοποιεί την παρουσία ενός έρρινου ενθήματος ν και ενός επιθήματος υ στο ρ. γά ν υ μαι. Πρόκειται δηλ. για αρχαϊκό ενεστώτα που συνδέεται με το γαύρος*, γηθώ. Η λ. από την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”